English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

21.7.12

Κάλλας Μαρία (Καικιλία Σοφία Άννα Μαρία Μαριάννα Καλογεροπούλου) -μια διαφορετική βιογραφία- Maria Callas

Η Καικιλία Σοφία Άννα Μαρία Μαριάννα Καλογεροπούλου, γνωστή ως Μαρία Κάλλας, ήταν και είναι η πιο διάσημη και παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα λυρική υψίφωνος, που γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.
Οικογένεια
Πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Καλογερόπουλος από το ...
Νεοχώρι Ιθώμης Μεσσηνίας, σπούδασε φαρμακοποιός και διατηρούσε από το 1916 φαρμακείο στο Μελιγαλά Μεσσηνίας. Σε ηλικία 29 ετών, παντρεύτηκε στην Αθήνα την 18χρονη τότε Ευαγγελία [Λίτσα] Δημητριάδη από τη Στυλίδα, ανηψιά του γιατρού-μαιευτήρα της βασιλικής οικογένειας Κωνσταντίνου Λούρου, και κόρη στρατιωτικού, από τη Στυλίδα. 

Η Κάλλας ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας και αδέλφια της ήταν η Υακίνθη, [Jackie], που γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1917 και ο Βασίλης ο οποίος γεννήθηκε το 1920 και πέθανε από μηνιγγίτιδα σε ηλικία 2 ετών.
Μετά απο αυτόν τον θάνατο αποφασίζουν να φύγουν για Αμερική. Πριν την αναχώρησή τους, ο Καλογερόπουλος πούλησε την περιουσία του στο γαμπρό του Δημήτρη Μπουτακόπουλο από το χωριό Σαντάνι, [Ανδανία], Μεσσηνίας. Στις 13 Ιουλίου 1923 η οικογένεια έφυγε από την Πάτρα με το υπερωκεάνειο «Κωνσταντινούπολις» και έφτασαν στη Νέα Υόρκη την 1 Αυγούστου του 1923, όπου αποβιβάστηκαν στις 2 Αυγούστου, την ημέρα που η χώρα θρηνούσε το θάνατο του 54άχρονου προέδρου της Warren G. Harding.
Η Μαρία βαπτίστηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1926 στην ορθόδοξη Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας από τον παπα-Μεθόδιο Κουρκούλη, στον 74ο Ανατολικό Δρόμο 319 στο Μανχάτταν και ανάδοχοί ήταν ο γιατρός που την έφερε στη ζωή, ο Λεωνίδας Λαντζούνης, από το Μελιγαλά και παιδικός φίλος του πατέρα της και ο ορθοπεδικός Καρούζος. Το 1929 ο πατέρας της άνοιξε φαρμακείο στην ελληνική συνοικία στο Μανχάτταν και άλλαξε το όνομά του σε Κάλλας.
Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου το 1932 και το σπάνιο ταλέντο της διαπιστώθηκε από τα 11 χρόνια της καθώς κέρδισε το πρώτο βραβείο ως σολίστ, σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός W.O.R. και στις 28 Ιανουαρίου 1937, συμμετείχε στην οπερέττα «HMS Pinafore» των Gilbert και Sullivan στην τελετή αποφοίτησης από την όγδοη τάξη του σχολείου της στη Νέα Υόρκη.
Τον ίδιο χρόνο οι γονείς της χώρισαν και η μητέρα της Ευαγγελία με την Μαρία και την αδελφή της Σύνθια, [Jackie], επέστρεψαν στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στα Σεπόλια και από τις αρχές του 1940 στην οδό Πατησίων 61, όπου σπούδασε μουσική και φωνητική, στο εθνικό ωδείο.

Καλλιτεχνική δράση
Στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 1938 στην επίδειξη των τάξεων της Μαρίας Τριβέλλα στην αίθουσα «Παρνασσός», έκλεισε το πρόγραμμα, ερμηνεύοντας ένα ντουέτο από την όπερα Τόσκα μαζί με τον Ζαννή Καμπάνη.
Στο Ωδείο Αθηνών, όπου φοίτησε από το 1939 έως το 1943 χωρίς να πάρει δίπλωμα, της χορηγήθηκε η Αβερώφειος υποτροφία και για τα τέσσερα χρόνια των σπουδών της και γράφτηκε στην Ανωτέρα τάξη και ο αριθμός εγγραφής της «Μαριάννας Γ. Καλογεροπούλου» ήταν 1862, με αύξοντα αριθμό 19, μεταξύ των 30 μαθητών της de Hidalgo.
Έκανε την πρώτη της εμφάνιση στις 21 Ιανουαρίου 1941, ήταν ακόμη σπουδάστρια του Ωδείου Αθηνών, με την τάξη της υψιφώνου Elvira de Hidalgo, στην Cavalleria Rusticana σε μια μαθητική συναυλία και την πρώτη επαγγελματική παρουσία της στο ρόλο της Beatrice με την Εθνική Λυρική Σκηνή του -τότε- Βασιλικού Θεάτρου. Στις 27 Αυγούστου του 1942 εμφανίστηκε στο ρόλο της "Tosca" στην όπερα του Giacomo Puccini ενώ το 1943 και το 1944 εμφανίστηκε στις παραστάσεις του Πρωτομάστορα και του Fidelio.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την τριπλή κατοχή, από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους, δέχθηκε επιθέσεις για συνεργασία με τους κατακτητές και αποφάσισε να μεταναστεύσει ξανά. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα εισιτήρια για το ταξίδι της επιστροφής της στην Αμερική, έδωσε κονσέρτο στις 3 Αυγούστου 1945 και στις 14 Σεπτεμβρίου ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη.

Στο εξωτερικό
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, άλλαξε ξανά το όνομά της σε Κάλλας, και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να προσληφθεί στη Metropolitan Opera. Στη συνέχεια έδωσε μια σειρά από παραστάσεις σε λυρικά θέατρα. Στη διάρκειά τους γνώρισε τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα Τζοβάννι Τζενατέλλο, και βρέθηκε στην Ιταλία. Στις 3 Αυγούστου 1947 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι.
Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν.
Γνώρισε και παντρεύτηκε στις 21 Απριλίου 1949, παίρνοντας συνάμα και την Ιταλική υπηκοότητα, τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος τα επόμενα χρόνια στάθηκε δίπλα της ως μάνατζερ και κάλυπτε τις οικονομικές της ανάγκες. Το 1949 εμφανίστηκε στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι και στις 5 Αυγούστου 1957 εμφανίστηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα.
Το 1960 τραγούδησε τη "Νόρμα" στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και το 1962 τη "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, στη Σκάλα του Μιλάνου. Τον Ιανουάριο του 1964 συμμετέχει στην παραγωγή της "Τόσκα" του Φράνκο Τζεφιρέλι στο Covent Garden και τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει τη "Νόρμα" στην Όπερα των Παρισίων.
Στις 5 Ιουλίου 1965 επανεμφανίζεται σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την "Τόσκα", πάλι με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι και το 1966 παραιτείται από την αμερικανική της υπηκοότητα.
Συμμετέχει το 1969, στην κινηματογραφική ταινία η "Μήδεια" του Ευριπίδη με σκηνοθέτη τον Πιερ Πάολο Παζολίνι και η ταινία σημειώνει παταγώδη αποτυχία. Στις 25 Μαΐου 1970, επιχειρεί να αυτοκτονήσει με μεγάλη δόση βαρβιτουρικών, όμως σώζεται με την έγκαιρη μεταφορά της στο νοσοκομείο.
Σκηνοθέτησε το 1973 το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί", [I Vespri Siciliani], μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο και μαζί πραγματοποίησαν παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου 1973 τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων και εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο κοινό στις 11 Δεκεμβρίου 1974, στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας.

Γνωριμία με τον Ωνάση
Τον Αύγουστο του 1956, γνωρίστηκε με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, στη διάρκεια μιας καλοκαιρινής κρουαζιέρας. Ο Ωνάσης κατά τη διάρκεια του πολύχρονου και θυελλώδους έρωτα τους, την άφησε να πιστεύει οτι θα της ζητούσε να παντρευτούν. Όταν ξαφνικά στις 8 Ιουλίου 1968 εκείνος παντρεύτηκε τη Ζακλιν Μπουβέ-Κέννεντυ, η Κάλλας αρχίζει να πέφτει σε κατάθλιψη... Το μεγάλο σοκ όμως, το τελειωτικό χτύπημα, το δέχεται το 1975 με τον απρόσμενο θάνατο του Ωνάση.

Το τέλος της
Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της, απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.
Πέθανε από καρδιακή ανακοπή, (σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή), στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στο Παρίσι. Ήταν μόλις 54 ετών.
Μετά το θάνατό της, η σωρός της αποτεφρώθηκε και σύμφωνα με την επιθυμία της σκορπίστηκε στις 3 Ιουνίου 1979, στο Αιγαίο, στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ των νησιών Φλέβες και Αίγινα.
Η τεφροδόχος της, η οποία είχε κλαπεί το 1978, βρέθηκε αργότερα στο Pere Lachaise, ενώ ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης υποστηρίζει ότι το σκόρπισμα της τέφρας της από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Δημήτρη Νιάνια, από την πυραυλάκατο «Υπολοίαρχος Τρουπάκης», δεν ήταν παρά μια σκηνοθετημένη τελετή από την Βάσω Δεβετζή.

Από τη μεγάλη καλλιτεχνική της διαδρομή διασώθηκαν ελάχιστα και κακής ποιότητος κινηματογραφικά ντοκουμέντα, ενώ στην τελευταία της συνέντευξη έλεγε: «είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».

Το 1992, η Κοινότητα Νεοχωρίου Ιθώμης, προσπάθησε ν΄αγοράσει το πατρικό της, ενώ παράλληλα δημιούργησε πολιτιστικό σύλλογο με το όνομά της. Το σπίτι κηρύχθηκε διατηρητέο, [ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1960/12 Ιανουαρίου 1998], διότι «αποτελεί χαραχτηριστικό κτιρίου τοπικής αρχιτεκτονικής του περασμένου αιώνα και είναι σημαντικό για τη μελέτη της εξέλιξης της ιστορίας της αρχιτεκτονικής..[..]...» και στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 κατέρρευσε.

Είπαν για την Κάλλας
Έγραψε ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι
«Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί».
ενώ κατά τον Φράνκο Τζεφιρέλι
«Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών».

Τα διαβάζουν πολλοί