English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

8.9.12

«Η γέννησίς σου, Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη…»

Το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι η πρώτη Θεομητορική εορτή του εκκλησιαστικού έτους, την οποία ακολουθούν οι υπόλοιπες σε όλο το εκκλησιαστικό  έτος. Η Γέννηση της Θεοτόκου είναι όντως μεγάλο δώρο του Θεού, όχι μόνο στους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, που δεν μπορούσαν, να τεκνοποιήσουν, αλλά είναι πιο μεγάλο δώρο του Θεού, η γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για όλο τον κόσμο, διότι το γεγονός της γεννήσεώς Της είναι το προμήνυμα της σωτηρίας του κόσμου, γι’ αυτό και ο υμνωδός λέγει «Η γέννησίς σου, Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη…». 


Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της Παναγίας με τον άνθρωπο και χαίρεται γι’ αυτήν και τη θεωρεί ως τον καλύτερο, καθαρότερο και πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης Ιστορίας και της αναζητήσεως του Θεού από τον άν­θρωπο, της αναζητήσεως του έσχατου νοήματος, του έσχατου περιεχομένου της ζωής του άνθρωπου, η εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού και ύστερα από λίγα χρόνια, το νήπιο που γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα, θα γεννήσει το Σωτήρα Χριστό, θα γεννήσει τον  «ήλιο της δικαιοσύνης», που είναι  «Χριστός ο Θεός ημών».
Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας λέγει: «Σήμερα ολόκληρη η κτίση ένιωσε τον εαυτό της καλύτερο και λαμπρότερο, αφού έλαμψε το κοινό στολίδι του σύμπαντος, διότι γεννήθηκε όχι απλώς η Παρθένος, αλλά μάλλον η οικουμένη ολόκληρη».
Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός στο κοντάκιο της εορτής αναφέρει, ότι « Ο Αδάμ και η Εύα ελευθερώθηκαν από του θανάτου τη φθορά με τη θεία γέννησή σου, Άχραντε». Και εμείς με τις πρεσβείες Της και τη Χάρη του Θεού, ας αγωνισθούμε, να ελευθερωθούμε από την αμαρτία, που γεννά το θάνατο.
Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Για την Παλαιά αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή Διαθήκη, γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους, γι’ αυτό και μακαρίζεται από «πάσα γενεά».
Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, η Θεοτόκος είναι το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση, είναι «ο καρπός των κτισμάτων».  «Το καινότατον αυτό δημιούργημα» δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν Αυτή η μοναδική γυναίκα και άνθρωπος, που μπόρεσε να κατεβάσει τον ουρανό στη γη, να κάνει το Θεό, άνθρωπο. Ο δημιουργός, Θεός Λόγος,  έπλασε την ανθρώπινη φύση, έτσι ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν, από την Μητέρα Του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός, προ Αυτής και τώρα, δι’ Αυτής, έρχεται επί γης και γίνεται ορατός. Ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση, με έναν ουσιαστικότερο και πιο ενοειδή τρόπο. Ενώνει διά της ανθρωπίνης φύσεώς Του, όλη την κτίση στην υπόστασή Του και τη θεώνει. Ο απερίγραπτος και ακατάληπτος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ανθρώπινη σάρκα και λογική ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στη γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία Μητέρα Του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου».
Στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς την Πα­ναγία περιστράφηκε γύρω από την αειπαρθενία της, ενώ η ευλάβεια και η σκέψη της ορθοδοξίας επικεντρώθηκε στη Μητρότητά Της, στη σχέση σαρκός και αίματος, που είχε με τον Ιησού Χριστό. Η Ορθοδοξία χαίρεται, για το γεγονός ότι ο ρόλος του ανθρώπου είναι σημαντικός στο Θείο σχέδιο της σωτηρίας. Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, ο Θεός εμφανίζεται, για να λυτρώσει τον κόσμο, γίνεται άνθρωπος, για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση και σ’ αυτό συμμετέχει ολόκλη­ρη η ανθρωπότητα.
Αν αντιληφθούμε, ότι η κοινή φύση του Χριστού με τη δική μας, είναι η μεγαλύτε­ρη χαρά και το μεγαλύτερο βάθος του Χριστιανι­σμού, ότι ο Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας και παραμένει αιωνίως ενω­μένος μαζί μας, μέσω της ανθρώπινης φύσεώς Του, τότε η ευλάβεια προς την Παναγία, γίνεται κατανοη­τή, επειδή Αυτή του προσέφερε την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα και το αίμα Του. Αυτή δίνει τη δυνατότητα στο Χριστό να ονομάζεται πάντοτε «Υιός του  Αν­θρώπου».
Η γέννηση της Θεοτόκου δεν προήλθε, από άσπιλη σύλληψη, όπως πιστεύουν οι Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά μετά από τη φυσική συνάφεια του Ιωακείμ και της Άννας, όπου λύθηκε η φυσική στειρότητα της Άννας, χάρις στην παρέμβαση του Θεού, ως απάντηση, στις προσευχές των δικαίων Θεοπατόρων. Συνεπώς, η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύϊ της Άννας εξ Ιωακείμ». Είναι καινοφανής  η διατύπωση των δογμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, περί της«ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου. Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία,  η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη, όχι μόνον των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, του μεταδιδομένου, δια της φυσικής γεννήσεως, εις πάντας τους ανθρώπουςΗ διδασκαλία αυτή, επί αιώνες απερρίπτετο και από μεγάλους θεολόγους της ίδιας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως, ο Θωμάς ο Ακινάτης.  Διότι εκτός του ότι δεν στοιχειοθετείται, ούτε  στην Αγία Γραφή,  ούτε στην Πατερική Παράδοση, μειώνει και προσβάλλει τη μοναδικότητα της υπερφυούς Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μόνον ο Χριστός γεννήθηκε ασπίλως, διακόπτοντας την δια της φυσικής γεννήσεως διαδοχική μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος, διότι η δική Του σύλληψη δεν ήταν φυσική, αλλά υπερφυσική, δεν συνελήφθη εκ θελήματος και εκ της συνάφειας ανδρός και γυναικός, αλλά ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου»Η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν «απείρανδρος» και «απειρόγαμος», δεν είχε δηλαδή πείρα ανδρός και γάμου, και ήταν ακόμη «άνανδρος», αφού ουδέποτε είχε σύζυγο ή άνδρα. Ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ,  ήταν απλώς προστάτης και κηδεμών, γι αυτό και όταν διαπίστωσε, ότι ήταν έγκυος, μη γνωρίζων ακόμη τη θαυμαστή, εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψη,  «εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν» (Ματθ. 1, 18- 19).
Όμως, δεν συνέβη το ίδιο και με τη σύλληψη και τη γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εγεννήθη βέβαια με θαύμα από στείρους και ηλικιωμένους γονείς, τον Ιωακείμ και την Άννα, όμως, κατά τα άλλα, έγιναν όλα με τη φυσική τάξη.  Υπήρξε, δηλαδή, συνάφεια ανδρός και γυναικός, συζυγία και σπορά. Η Άννα, η μητέρα της Θεοτόκου, δεν ήταν απείρανδρος και απειρόγαμος και άνανδρος, ούτε παρθένος. Είχε σύζυγο, τον Ιωακείμ.  Η σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν ήταν άσπορος, αλλά εκ σπέρματος του πατρός της Ιωακείμ, όπως όλων των ανθρώπων. Γι αυτό και μεταδόθηκε και εις Αυτήν το προπατορικό αμάρτημα. Η μόνη άσπιλος και υπερφυής σύλληψη είναι η εκ Πνεύματος Αγίου και άνευ σποράς σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού, εκ της Παρθένου Μαρίας. Είναι ο μόνος αναμάρτητος, καθ όλα, ο τελείως και απολύτως αναμάρτητος. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι σχετικώς αναμάρτητη, ως μετέχουσα του προπατορικού αμαρτήματος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, υμνούν με εγκωμιαστικούς λόγους και ύμνους την Υπεραγία Θεοτόκο, στους οποίους την ονομάζουν «κοινόν των γυναικών καύχημα» και «δόξαν του θήλεος», «σεμνόν κειμήλιον απάσης της οικουμένης»και «σκήπτρον της ορθοδοξίας». Αλλά και η ευσέβεια των πιστών σύνθεσε κι αφιέρωσε στη μητέρα του Θεού ποιητικούς ύμνους, που βρίσκονται θησαυρισμένοι στην εκκλησιαστική υμνολογία. Όχι μόνο στις Θεομητορικές εορτές αντηχούν στους ορθόδοξους ναούς οι ύμνοι της Παναγίας, αλλά και κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή ακούγονται τα «Θεοτοκία», οι ύμνοι δηλαδή προς τη Θεοτόκο, με τους οποίους κλείνει κάθε σειρά και ομάδα τροπαρίων. Κάθε τροπάριο, του οποίου προηγείται το,«Και νυν και αεί…» είναι «Θεοτοκίο». Αλλά η Εκκλησία, σ’ έναν μονολεκτικό τίτλο, ερμήνευσε όλο το μυστήριο του προσώπου και του έργου της Παρθένου Μαρίας.  Η τρίτη οικουμενική Σύνοδος, σύμφωνα με το χαιρετισμό της Ελισάβετ και τη διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων, ονόμασε την αγία Παρθένο «Θεοτόκο»«ομολογούμε πως η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, επειδή πραγματικά ο Λόγος του Θεού και Θεός, έλαβε σάρκα κι έγινε άνθρωπος». Το «Θεοτόκος»,είναι ο ιερός τίτλος της αγίας Παρθένου Μαρίας, που εκφράζει και εξηγεί το μυστήριο της πίστεως. Το «Θεοτόκος» είναι το κλειδί της Ορθοδοξίας. Σε κάθε ιερή Ακολουθία, όταν ακούμε το όνομα της Θεοτόκου, κάνουμε το σημείο του σταυρού. Αυτό είναι παράκληση μαζί και ομολογία.
Παρακαλούμε και ικετεύουμε την Υπεραγία Θεοτόκο, να πρεσβεύει, για μας στον Υιό της και Σωτήρα του κόσμου.  Ενώ συγχρόνως ομολογούμε ότι εκείνη, που της ζητούμε τις πρεσβείες Της, είναι η μητέρα του Θεού, γιατί ο Ιησούς Χριστός, ο υιός Της, είναι ο Θεός, που έλαβε σάρκα κι έγινε άνθρωπος, για μας. Ο άγιος Κύριλλος ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας λέγει, ότι η Θεοτόκος είναι η Εκκλησία, η δε Εκκλησία είναι ο ουρανός και η γη, όλος δηλαδή ο κόσμος. Κάθε φορά λοιπόν που ακούμε το όνομα Θεοτόκος και κάνομε το σταυρό μας, εκφράζουμε την ορθόδοξη πίστη μας,«ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον», της οποίας το «Γενέσιον εορτάζομεν».

Γεώργιος Σούλος

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν· καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν, ζωὴν τὴν αἰώνιον.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας, καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἠλευθερώθησαν Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει σου. Αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου, ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων, λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Σήμερον γεννᾶται περιφανῶς, ἐξ ἐπαγγελίας, ἡ Θεόνυμφος Μαριάμ, ἡ προορισθεῖσα, τῷ Λόγῳ πρὸς αἰώνων· ὑμνήσωμεν οὖν πάντες ταύτης τὴν γέννησιν.


Η προσευχή της Άννας
Ζητάει, να επιβλέψει ο Θεός στην ταπείνωση της και να της δώσει παιδί. Ένα παιδί ζητάει από το Θεό. ένα παιδί θειο δώρο, που θα τους απάλλασσε από την ντροπή της ατεκνίας. 
Και αυτό δεν το θέλει δικό της. Υπόσχεται και λέγει:
-«Θά τό ἀφιερώσω Κύριε σέ Σένα».
Ας δούμε όμως με τί λόγια προσεύχεται, πως απευθύνει η Αγία Άννα την παράκληση της στο Θεό:
-«Κύριε Παντοκράτορα, καί Μεγαλοδύναμε, πού μόνο μέ τό λόγο ἔκανες τόν οὐρανό καί τή γῆ καί ὅσα φαίνονται καί εἶναι γύρω μας, πού λύτρωσες, τούς πατέρες μας ἀπό τά χέρια τοῦ Φαραώ, πού μέ τό πρόσταγμά Σου σχίσθηκε ἡ θάλασσα καί πέσανε μέσα οἱ Αἰγύπτιοι. Ἐσύ Θεέ, πού τούς ἔτρεφες σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Ἐσύ, πού εὐλόγησες τή Σάρρα, τή γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ καί γέννησε τόν Ἰσαάκ στά γεράματά της. Ἐσύ πού χαρίτωσες ἐκείνη τήν Ἄννα τήν ὁμοία μου καί γέννησε τό Σαμουήλ τόν προφήτη. Ἐσύ δῶσε καί σέ μένα 
τήν ταπεινή Σου δούλη παιδί, καί μή μέ ἀφήσης νά εἶμαι ντροπιασμένη καί ταπεινωμένη ἀπό ὅλο μου τό γένος. Κύριε, ὁ Θεός μου, τάχα καί σάν ἕνα ἀπό τά θηρία δέν εἶμαι καί ἐγώ;
Διατί μέ ὠργίστηκες τόσο καί εἶμαι στείρα; Ἐσύ, πού εὐλόγησες τά ποιήματά σου καί εἶπες: Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε, δῶσε καί σέ μένα σπέρμα καί καρπό κοιλίας, καί ἄν γεννήσω εἴτε ἀρσενικό εἴτε θηλυκό, νά Σού τό χαρίσω μέ ὅλη μου τή χαρά καί νά τό φέρω στό Ναό Σου νά τό ἀφιερώσω». Ο Άγιος Ιωακείμ, έκλεγε και αυτός και παρακαλούσε το Θεό, όπως και η γυναίκα του.

Ο Θεός απαντάει στις προσευχές του Ιωακείμ και της Άννας
Ο Θεός που αγαπάει το πλάσμα Του, είδε τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς τους, απάντησε στις θερμές προσευχές τους. Και πως έγινε τούτο; Έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που ήταν στο βουνό και του λέγει:
«Χαῖρε Ἰωακείμ, καί εὐφραίνου, ἐγώ εἶμαι Ἀρχάγγελος Κυρίου καί ἦλθα νά σού πῶ, ὅτι πρόκειται νά γεννήσεις μία θυγατέρα, πού θά γεννήσει ἀπό τήν παρθενία τῆς τόν Βασιλιά τοῦ κόσμου καί Θεό. Ἄφησε λοιπόν τήν πολλή σου λύπη καί πικρία τῆς ψυχῆς σου καί πήγαινε στό σπίτι σου χαρούμενος. Φτάνουν οἱ τόσο πολλοί κόποι καί ἀναστεναγμοί. Ἄκουσε ὁ Θεός τή δέησή σου. Μόνο πήγαινε, πιστεύοντας στούς λόγους μου καί δόξαζε τό Θεό.»
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος στον Ιωακείμ και έφυγε αμέσως και πήγε στην Άννα και της είπε τα εξής:
-«Ἄννα, Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλη τή οἰκουμένη». Καί εἶπεν Ἄννα, «ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, ἐάν γεννήσω εἴτε ἄρρεν, εἴτε θῆλυ, προσάξω αὐτό δῶρον Κυρίω τῷ Θεῶ μου καί ἔσται λειτουργῶν αὐτῶ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ».
Ο Ιωακείμ σαν άκουσε τα λόγια και τα μηνύματα του αρχαγγέλου Γαβριήλ, πήγε χαρούμενος ατό σπίτι του. Εκεί βρήκε τη γυναίκα του την Άννα που ήταν και αυτή χαρούμενη από τα λόγια του Αρχαγγέλου. Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, συνέλαβε η άγια Άννα τη Δέσποινα Θεοτόκο από τη σπορά του Ιωακείμ, γιατί μόνο ο Χριστός ασπόρως εκυήθη, γεννήθηκε χωρίς σπορά ανδρός. Επηκολούθησαν ευτυχείς ημέρες απερίγραπτης χαράς για τους ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα. Και τότε συνεχίσθηκαν οι προσευχές ευχαριστίας με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης στο Θεό. Ποιος αλήθεια μπορεί να περιγράψει τη ευτυχία τους εκείνη, που επακολούθησε;
Έπειτα όταν πέρασε ο προβλεπόμενος χρόνος η χαρά τους έγινε πιο χειροπιαστή. Η ευσεβής Άννα γέννησε μετά από 9 μήνες ένα χαριτωμένο κοριτσάκι

Το όνομα του παιδιού και η σημασία του
Στις οχτώ μέρες, ήταν συνήθεια στους Εβραίους, οι γονείς του παιδιού να καλούν τους ιερείς, να τους φιλεύουν και να βάζουν το όνομα του παιδιού. Σύμφωνα με τη συνήθεια αυτή, ο Άγιος Ιωακείμ και η Αγία Άννα καλέσανε τους ιερείς, τους φιλέψανε για να βάλουν το όνομα τής θυγατέρας τους. Την ονομάσανε Μαριάμ.
Το όνομα Μαριάμ σημαίνει Βασίλισσα. Σημαίνει επίσης, δώρο, ελπίδα, κυρία, Ωραία. Ήταν η πιο άγια γυναίκα, Άφθαρτη και Αμόλυντη και γι’ αυτό λέγεται Παναγία. Αναλυτικά όμως, σύμφωνα με μίαν άλλη ερμηνεία κάθε γράμμα του ονόματος της αντιστοιχεί στις λέξεις:
Μόνη Αύτη Ρύσεται Ιού Άπαντας Μισοκάλου
Δηλαδή: Μόνη αυτή θα γλυτώσει τους ανθρώπους από το φαρμάκι του Διαβόλου. Δηλαδή την αμαρτία.

Το τάμα της Αγίας Άννας
Επί τρία ολόκληρα χρόνια χαρήκανε οι ευλαβείς γονείς την μικρή χαριτωμένη κόρη τους, έχοντάς την ανάμεσα τους και υμνολογώντας ευχαριστίες στο Θεό.
Μόλις περάσανε τα τρία χρόνια, θυμήθηκαν οι γονείς της αυτό που τάξανε στο Θεό.
Να χαρίσουν δηλαδή τη θυγατέρα τους στην Εκκλησία. Αληθινά, ήταν πολύ μεγάλη η πίστη της Άννας, για να χωριστεί από τη θυγατέρα της, που ήταν μόλις τριών χρόνων. Για να χωριστεί από κείνη, που ζήτησε με πολλά δάκρυα και πολλές προσευχές από το Θεό. Προτίμησε όμως η Αγία Άννα να τηρήσει την υπόσχεση της στο Θεό και να δώσει αυτό που έταξε, από τη διαδοχή του γένους της.
Μόνο να γίνει αυτό που έταξα στο Θεό και ας μείνω χωρίς κληρονόμο, και ας μείνουν τα υπάρχοντα μου σε χέρια άλλων, είπε.
Μαζέψανε λοιπόν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα τις παρθένους της γειτονίας, για να πάνε με λαμπάδες την χαριτωμένη κόρη τους στο Ναό. Τον καιρό εκείνο, ήταν αρχιερέας ο Ζαχαρίας, ο Προφήτης και πατέρας του Προδρόμου. Αυτός μόλις είδε την Παναγία, τη γνώρισε αμέσως. Στάθηκε και της είπε πολλά εγκώμια. Μετά γύρισε και στους γονείς της και τους είπε:
-«Εὐλογημένο καί χαριτωμένο ἀντρόγυνο, χαίρεσθε καί ἀγαλλιάσθε, γιατί ἀξιωθήκατε νά γίνετε γονεῖς τέτοιας θυγατέρας. Ἐσεῖς ξεπεράσατε τούς προπάτορές μας καί τούς πατέρες μας. Ἐσεῖς γεννήσατε τή Βασίλισσα τοῦ κόσμου. Ἐσεῖς θά δοξασθῆτε ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους».
Τότε η Αγία Άννα είπε στον Αρχιερέα:
-«Πάρε Ἀρχιερέα, τή θυγατέρα μου. Μᾶλλον τή θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Δέξου τήν καθαρή καί ἀμόλυντη καί ὑψηλότερη τῶν οὐρανῶν. Βάλτην μέσα στό Ναό γιατί ἐκεῖ της ἀξίζει νά κατοικῆ. Ἁγία εἶναι, σέ καθαρό τόπο τοποθέτησε τήν στά χέρια τοῦ Θεοῦ παράδωσε τήν σέ τόπο ἅγιο βάλτην ν’ ἁγιάση. Πάρε, Ζαχαρία, τήν κόρη μου, καί ἀφιέρωσε τήν στό Ναό, γιατί ἔτσι τήν τάξαμε».

Ἡ Γέννησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εορτάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου.

http://stomenkalosstomenmetafovoutheou.blogspot.gr

Τα διαβάζουν πολλοί