English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

10.6.12

Η Δοκιμασία: μια Χριστιανική ιστορία από την Κύπρο

Καταγράφηκε από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπελλούα και είχεν ένα γιο που από τον καιρόν ακόμα που ήταν μωρό, πριν πάει σχολείο, ήταν μέσ' στο Ιερό και βοηθούσε τον παπά. Του ' φερνε κάρβουνα, του' φερνε νερό, του έφερνε ότι ήθελε. Λιτάνευαν τ' Άγια, κρατούσε το κερί όταν έβγαινε έξω το Ευαγγέλιο... Τέλος, έμαθε και την ψαλτική κι βοήθαε τον παπά σε όλα. Άμα ήρθε σε ηλικία, στεφανώθηκε μιαν κορούα καλή, κι επερνούσαν αγαπημένα.
Κάποτε ήρθε ένας καιρός που φτώχυνε. 'Ηταν μέσ' στο πενηνταήμερο. Σκοτώθηκε να βρει δουλειά, να βρει τίποτε να περάσει την οικογένειαν του που ήταν άγιες ημέρες, αλλά δεν έβρισκε.
- Που να πάμε και που να' ρθούμε; Λαλεί, Τι να κάμω; Εμείναν δεκαπέντε μέρες να' ρθει το Πάσχα. Τα μωρά μου παπούτσια δεν έχουν, ρούχα δεν έχουν, φαΐ δεν έχουν, η γυναίκα μου δεν είχε τίποτα... Τι να κάμνω εγώ σε τούτον το σπίτι; Θα πάω μέσα στο δάσος να κρεμαστώ, να...
με φάσιν οι ατοί* και τα θηρία. Να μεν με δει ούτε η γυναίκα μου, ούτε κανένας.
Ήταν Κυριακή. Πήρε ένα σχοινί, το 'βαλε μέσα στον κόρφο του κι ελάμνησε*. Λάμνε και να λαμνήσεις, πέρασε από ένα χωριό. Άκουσε που λειτουργούσαν την εκκλησία.

Λέγει: Ας πάω για τελευταία φορά ν' ακούσω ξανά τη Λειτουργία, να μεταλάβω, και να λαμνήσω πάλε. Να πάω μέσα στο δάσος να φουρτζιστώ*.

Επήγε, ζάβαλε μου*, πεινασμένος, διψασμένος, ενέβην μέσ' στην εκκλησία, του έδωκαν θέση, έψαλλε κιόλας... Ήρθε η ώρα και διάβασε το Ευαγγέλιο ο παπάς κι μετά εξήγησεν το.

Λέγει: Όποιος πηγαίνει στην εκκλησία, πάντοτε θα περνά ζωή χαρισάμενη.

Τι λογής ζωή χαρισάμενη; Λαλεί ο φτωχός ο άνθρωπος. Εγώ από τον καιρόν που ήμουν πέντε χρονών βουρώ* στην εκκλησία ως την σήμερον, και τώρα κατάντησα να πάω να κρεμαστώ. Θένα μείνω και να ρωτήσω τον παπά, να δούμε αν ένι αληθινό τούτο το ευαγγέλιο που μας είπε. Έμεινε, Κύριε μου, απολειτούργησε η Εκκλησία, πήραν αντίδωρο κι εξέβησαν έξω. Έφυγαν τα πλάσματα ένας - ένας. Δεν του είπεν έναν πλάσμαν του Θεού " πόθεν είσαι " ας πούμε, να τον πάρει στο σπίτι του για να φάει ένα κομμάτι ψωμί. Έμεινε μέσ' στην αυλή της εκκλησίας μοναχός του.
Εξέβην ο παπάς και όταν τον είδεν είπεν του:

- Καλημέρα γιέ μου.

- Ευλογείτε, δάσκαλε. Έπιασεν το χέρι του και το φίλησε. 
Θέλω παπά μου να σου κάμω έναν ερώτημαν, αν μπορώ.

- Πε μου, γιε μου.

- Τούτο το ευαγγέλιο που μας εξήγησες σήμερα εν αληθινό;

- Αληθινό; Μα περιπαίζεις με; Λαλεί του. Αφού ξέρεις και γράμματα, δεν το γνωρίζεις;

- Εγώ από τότες που ήμουν πέντε χρονών βουρώ ταπισών* τους παπάες και είμαι μερονυκτού στην εκκλησία που έτσι μιτσής* ως την σήμερον. Και κατάντησα... ξέρεις που ελάμνησα να πάω τωρά παπά μου; Θωρείς το τούτο το σχοινί; Θένα πάω να φουρτζιστώ...Δεν ημπόρησα να κάμω τίποτε. Τα παιδιά μου μήτε ρούχα, μήτε παπούτσια, μήτε ψωμί έχουσιν. Θένα πάω να κρεμαστώ μέσα κει στο δάσος να μεν με δει κανένας.

- Ο Θεός εδοκίμασε σε, γιε μου, και σ' έφερε εδώ στην τελευταία σου ώρα. Κι επειδή έχεις καρδιά καθαρή, σ' έφερε μέσ' στην εκκλησία ν' ακούσεις το ευαγγέλιο και σ΄άφηκε μέσ' στην αυλή της εκκλησίας να μου το πεις. Αγαπά σε πολλά! Μη φοβάσαι. 'Ελα να πάμε έσσω μου, στο σπίτι μου. 'Εχω μια θεία πλούσια που μένει στην Αίγυπτο, στην Αλεξάντρεια. Κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα μου πέμπει εξακόσιες λίρες και τις διαμοιράζω στους φτωχούς. Εσύ που έχεις τόσην ανάγκη θα πάρεις τρακόσιες λίρες και τις άλλες θα τις αφήκω για τους άλλους.
Μετά τον πήρε ο παπάς στο σπίτι του κι εφάγασι κι ήπιαν και συντύχασι. Ύστερα έφερε και του μέτρησε τρακόσιες λίρες. Έκλαιγε γιούλλη μου* ο φτωχός, ετρέχαν τα μάτια του σαν τις βρύσες, και εγονάταν χαμαί και επροσκύναν τα χέρια και τα πόδια του παπά, ακόμα και της παπαδιάς.

Ύστερα επήγεν βουρητός στο σπίτι του. Άμα τον είδε, του λέγει η γυναίκα του:

-Μα εν σε είδα στην εκκλησία σήμερον! Που επήες και εχάθης, ευλοημένε του Θεού, και με ερωτούσαν και οι χωριανοί που είσουν;

- Που επήα; Ε, θωρείς τούτον το σχοινί; Έπιασα το και ελάμνησα να πάω να κρεμαστώ μέσ' στο δάσος να λείψω που τα βάσανα.

-Να κρεμαστείς! Ήμαρτον σου Θεέ μου Αφέντη μου και συγχώρα μας! Ίντα πον τούτα τα λόγια που λαλείς και αμαρτάνεις Κυριακήν, Κυριακήν! Μα πε μου εκαβαλίκεψε σου ο έξω από εδώ* που το πρωί ξημέρωμα; Κύριε Ελέησον! Και εγώ η κακομάζαλη* ίντα που ήταν να γενώ μια έρημη γυναίκα μόνη μου μεσ' τον κόσμο σαν την καλαμιά στον κάμπο;

- Δεν ηξέρω ίντα που ήταν να κάμεις και τι να γενείς, αλλά απελπίστηκα αφού δεν είχαμε τίποτε. Επήα να χαθώ, αλλά ο Θεός τα έφερε άλλως πως. Άλλες οι βουλές των ανθρώπων και άλλες οι βουλές του Κυρίου. Κάτσε και αγρίκα να σου ιστορίσω ίντα που εγίνην. Και της είπε πώς ηύρε τον παπά και για τις τρακόσιες λίρες που του έδωκε.

Δεν ήξεραν τι να κάμουν από τις χαρές τους. Πήγε και ψώνισε των παιδιών του, αγόρασε αλεύρι για ψωμιά, τυριά για φλαούνες, και ότι άλλο εχρειάζοντο κι εκάμαν Πάσχα. Από κείνο το Πάσχα και ύστερον, άνοιξε η τύχη του, έπερνε λεφτά από εκεί, έπερνε λεφτά από εδώ, αρχόντυνε.

Έτσι είναι. Ο Θεός δοκιμάζει μας, και για τούτο, εμείς δεν πρέπει να λαλούμε τίποτες και ούτε πρέπει να παραπονηθούμε ποτέ μας με τον Θεό. Δοξάζω τ΄ όνομα Του και τη χάρη του Πλάστη μου.

Γλωσσάρι:  ατοί = στη κυπριακή διάλεκτο οι ατοί είναι οι μαύροι γύπες και όχι οι αετοί. φουρτζιστώ = στραγγαλιστώ, πνιγώ λάμνω = θέτω σε κίνηση, ξεκινώ ζάβελε μου = ο καημένος βουρώ = τρέχω ταπισών= ξωπίσω μιτσής= μικρός γιούλλη μου= παιδί μου ο έξω από εδώ = σατανάς κακομάζαλη= κακορίζικη


http://eisagios.blogspot.gr

Τα διαβάζουν πολλοί