English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

5.9.11

Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός!!! Παναγής Κουταλιανός, η βιογραφία του.

Παναγής Κουταλιανός (1847-1916)
Σε ένα νησί, που λεγόταν Κούταλη στην θάλασσα του Μαρμαρά, με Έλληνες κατοίκους που φημίζονταν για την ναυτοσύνη τους, επιδέξιοι σφουγγαράδες και κυρίως γενναίοι, που τους έκανε λεβέντες, δυνατούς στην ψυχή και στο σώμα.

Του Παναγή ο πατέρας ήταν ναυτικός, κείνα τα χρόνια στον Μόλυβο της Μυτιλήνης γινόταν πανηγύρι, πήγαν πολλοί Τούρκοι από τον πασά για να γλεντήσουν, τότε έτυχε να γίνεται πάλη. Ο πατέρας του Παναγή, πήγε να πουλήσει ψάρια και παστούς κολιούς. Όταν έμαθε ότι γινόταν πάλη, ζήτησε από τον πασά να παλέψει, ήταν πολύ γερός, έριξε όλους τους παλαιστές κάτω.

Στην Κούταλη λοιπόν ερχόταν πολλά ιταλικά καράβια και έκαναν στάση εκεί λόγω χειμώνα. Ο Παναγής πήγαινε και του έδιναν βοήθεια, πότε χρηματική και πότε τρόφιμα. Μια μέρα πήρε μερικούς Ιταλούς και πήγε στο καφενείο για να τους κεράσει.
Ένας Κουταλιανός που μισούσε τον Παναγή, είπε, ότι έγινε άνθρωπος του Καλεμτσή ο γιος. Του λέει λοιπόν ο Παναγής, «δεν με πιάνει το μάτι σου». Αυτός θύμωσε και ορμά κατά του Παναγή να τον μαχαιρώσει, άναψε το αίμα του Παναγή και τον αρπάζει και τον πετάει έξω από το παράθυρο.

Στα 1870 ένα αμούστακο παιδί, ο Παναγής ναυτολογήθηκε ως μούτσος σε ένα καράβι της πατρίδας του, το καράβι ήταν τρικάταρτο, με διπλό κατάστρωμα και έκανε μεταφορές στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, σταλιμάνια της Τουρκίας και της Ρωσίας. Το παιδί λοιπόν αυτό...

δεν σταματούσε ποτέ την δουλειά, πήγαινε παντού, όσο επικίνδυνο και αν ήταν.
Το πλοίο λοιπόν που εργαζόταν ταξίδευε σε άγνωστα νερά, όταν λοιπόν βράδιασε ο καπετάνιος έριξε άγκυρα μέχρι να ξημερώσει, για να σαλπάρουν με ασφάλεια το πρωί, τα χαράματα όμως φύσηξαν επικίνδυνοι άνεμοι και έπρεπε γρήγορα να σηκώσουν άγκυρα για να σωθεί το πλοίο. Η άγκυρα όμως είχε μπλέξει σε βράχους και το ναυάγιο ήταν σίγουρο.
Τότε ο Παναγής, το νιό παιδί παραμέρισε το πλήρωμα και μόνος του κατάφερε να σηκώσει την άγκυρα, την μπόμπα, την άγκουρα, όπως την έλεγαν οι Κουταλιανοί. Από τότε όλοι θα μιλούν για τον Παναγή τον κουταλιανό, με ιδιαίτερο θαυμασμό και δέος για τις ικανότητες του.
Σαν πήγαν στην Αγγλία οι ναύτες το κάνανε κουβέντα στα καφενεία και διαδόθηκε σε όλη την πόλη. Το άκουσε ο βασιλιάς και έστειλε περίπολο και τον κάλεσε. Ο βασιλιάς είχε ένα πολύ δυνατό αράπη και έβαλε τον Παναγή να παλέψει μαζί του.
Την ώρα που έδωσαν τα χέρια, ο αράπης κατάλαβε ότι ο Παναγής ήταν πολύ δυνατός και του έταξε εκατό λίρες αν τον άφηνε να τον νικήσει. Ο Παναγής για να πάρει τις εκατό λίρες έπεσε αλλά οι θεατές που ήταν εκεί φώναζαν! «Δεν ντρέπεσαι Παναγή;», τότε λέγει ο Παναγής « δεν με νίκησες αράπη , οι λίρες με νίκησαν». Τότε έγινε άλλη πάλη και χτύπησε τον αράπη και τον έριξε κάτω μέχρι θανάτου.

Κατά την διάρκεια των ταξιδιών του, όταν αναζητούσε τον πατέρα του, έφθασε στην Κύπρο, όπου έμαθε ότι ο πατέρας του εργαζόταν σε ένα κτήμα και πήγε να τον βρει. Στην συζήτηση που είχαν, ο πατέρας του δεν τον πίστευε ότι ήταν ο Παναγής και του ζήτησε να αποδείξει την δύναμη του. Ο τρόπος ήταν ο εξής: θα έπρεπε να βγάλει μια συκιά, που υπήρχε στο κτήμα, τότε ο Παναγής, χωρίς καθόλου να διστάσει, έβγαλε το δένδρο και τότε ο πατέρας του τον αποδέχτηκε και τον αγκάλιασε.

Ο Παναγής χρησιμοποίησε την δύναμη του για να κάνει καλό σε συνανθρώπους του. Σε ένα ταξίδι στην Ν. Αμερική, σε ένα λιμάνι μια τοπική συμμορία έκλεψε μια όμορφη κοπέλα για λύτρα, ο Κουταλιανός κατάφερε να «σπάσει» στο ξύλο τους απαγωγείς. Την κοπέλα αφού την έκανε ορθόδοξη την παντρεύτηκε στην πατρίδα του.

Ένα από τα πιο σπουδαία κατορθώματα του ήταν να κουβαλά τρία κανόνια, ένα στους ώμους και δυο κρεμούσε με αλυσίδες στα πλευρά του δεξιά και αριστερά, μετά τα πυροδοτούσε ο ίδιος, τα πάντα γύρω τραντάζονταν ενώ αυτός έμενε ατάραχος στην θέση του.

Στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο αιμοσταγής Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ που είχε αδυναμία στις αιματηρές συγκρούσεις. Το καμάρι του ήταν ένας Αράπης, κυριολεκτικά θεριό, έτσι σκέφτηκε ότι ήταν μοναδική ευκαιρία να ταπεινώσει το καμάρι των γκιαούρηδων, τον Παναγή. Έτσι οργάνωσε ένα αγώνα, στην Πόλη ελπίζοντας να συντρίψει τον Παναγή. Ο Αράπης όμως άφησε στον στίβο να βγει πρώτος ο Κουταλιανός και ενώ τον περίμενε, άνοιξε ένα κλουβί και έριξε στην αρένα μια τίγρη. Ο Παναγής αντέδρασε αμέσως άρπαξε με τα χέρια του τις δυο σιαγόνες του θηρίου και το έσκισε στα δύο.
Ο Σουλτάνος θαύμασε την ανδρεία του και τότε κρέμασε ανάποδα τον Αράπη και είπε στον Παναγή, « Γκιαούρη ζήτησε ότι θες και θα το έχεις».
Τότε ο Παναγής έδειξε για άλλη μια φορά την φιλοπατρία του, ζήτησε να εκδοθεί φιρμάνι που να απαλλάσσει τους κατοίκους του νησιού του από φόρους. Ο Χαμίτ δέχθηκε την επιθυμία του και ρώτησε τους υπουργούς του, που βρίσκεται η Κούταλη, κανείς όμως δεν το ήξερε και ο σουλτάνος έγινε για άλλη μια φορά έξω φρενών.
Πάντως το φιρμάνι εκδόθηκε και έδωσε ιδιαίτερη χαρά στο νησί του. Οι δημογέροντες για να τον τιμήσουν έκαναν τα εξής:
Έκοψαν κίτρινα μεταλίκια, χάραξαν στην μέση σταυρό και με αυτό το νόμισμα η οικογένεια του Παναγή μπορούσε να ψωνίζει ότι ήθελε από το νησί. Για πρώτη φορά εκδόθηκε χριστιανικό νόμισμα μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Παναγής όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησε αυτά τα νομίσματα και τα κράτησε μόνο για ενθύμια.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι με δυσκολία τα έφερνε βόλτα, αυτός ο λεβέντης, αλλά οι σφουγγαράδες του νησιού ποτέ δεν τον άφηναν έτσι, δεν ξεχνούσαν να βοηθούν ένα παλικάρι σαν τον Παναγή και έτσι πορευόταν.

Ένας τόσο γενναίος άνθρωπος, έφυγε από την ζωή εντελώς άδοξα.
Η αιτία του θανάτου του προήλθε από ένα κάλο που είχε στο πόδι του.
Αποφάσισε λοιπόν να τον κόψει μόνος του με το ξυράφι που ξυριζόταν, αλλά δυστυχώς η πληγή που δημιουργήθηκε μολύνθηκε και του προκάλεσε γάγγραινα. Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του δεν τον έσωσε και έτσι πέθανε στο νοσοκομείο μόνος , σε ηλικία μικρότερη των 50 χρόνων.

Είχε τέσσερα παιδιά όταν πέθανε, τον Έλληνα, τον Τζώρτζη, τον Φραντζέσκο, τον Αντώνη και μία κόρη την Ελένη.

Ο Παναγής ακόμα και μετά τον θάνατο του, λειτούργησε λυτρωτικά. Στην κατοχή λοιπόν των Γερμανών, οι κατακτητές είχαν συγκεντρώσει όλο το χωριό στην Αγία Μαρίνα γιατί υπήρχε καταγγελία για προδοσία.
Στο σπίτι λοιπόν της κυρίας Φαρφυρής Βασιλειάδου υπήρχαν πολλές φωτογραφίες του Παναγή, αφού ήταν συγγενής τους. Οι Γερμανοί έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι για να τους βγάλουν όλους έξω. Ο Γερμανός που μπήκε στο σπίτι τους, αμέσως είδε τις φωτογραφίες του Κουταλιανού και θαύμασε την γενναιότητα του, τότε είπε να μην βγει κανείς από αυτό το σπίτι και έτσι σώθηκε όλη η οικογένεια. Προκαλούσε λοιπόν τρόμο και δέος ακόμα και στις φωτογραφίες του, για αυτό και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού ακόμα και από τους Γερμανούς.

(Στους αγώνες φορούσε το δέρμα μιας τίγρης την οποία είχε στραγγαλίσει σε αγώνα. Έκανε επιδείξεις της δύναμής του λυγίζοντας και μασώντας σίδερα, σπάζοντας αλυσίδες, συντρίβοντας βράχια κλπ, σε όλο τον κόσμο!)


http://www.dimosneaskoutalis.gr

Τα διαβάζουν πολλοί